-
1 переобувать
переобуватьнесов, переобуть сов ἀλλάζω παπούτσια:\переобувать боти́ики ἀλλάζω τά παπούτσια \переобуваться βάζω ἀλλα παπούτσια, ἀλλάζω παπούτσια -
2 переобуваться
-
3 переобуть
-бую, -буешьρ.σ.μ.βάζω άλλα υποδήματα•παιδιά. || ζαναποδένω.αλλάζω τα υποδήματα ξαναποδένομαΐ/.
См. также в других словарях:
μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] … Dictionary of Greek